extramarital$26986$ - translation to αραβικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

extramarital$26986$ - translation to αραβικά

SECRETIVE SEXUAL AND USUALLY ADULTEROUS RELATIONSHIP BETWEEN TWO PEOPLE
Extra-marital affair; Extramarital affairs; Extramarital affair; Sexual affair; Romantic affair; Sex affair
  • The Stolen Kiss]]'' by [[Jean-Honoré Fragonard]]

extramarital      
adj. بلا زواج
affair         
N
شؤون تجارية او مهنيه شئون
AFFAIR         

ألاسم

خَطْب ; دَخْل ; شَأْن ; قَضِيَّة ; مَسْأَلَة ; مَطَالِب ; مَطْلَب ; نُقْطَة

Ορισμός

Affair
·noun Action; endeavor.
II. Affair ·noun A material object (vaguely designated).
III. Affair ·noun An action or engagement not of sufficient magnitude to be called a battle.
IV. Affair ·noun Any proceeding or action which it is wished to refer to or characterize vaguely; as, an affair of honor, ·i.e., a duel; an affair of love, ·i.e., an Intrigue.
V. Affair ·noun That which is done or is to be done; matter; concern; as, a difficult affair to manage; business of any kind, commercial, professional, or public;
- often in the plural. "At the head of affairs." Junius.

Βικιπαίδεια

Affair

An affair is a sexual relationship, romantic friendship, or passionate attachment in which at least one of its participants has a formal or informal commitment to a third person who may neither agree to such relationship nor even be aware of it.